ἀποσταλάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(5)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσταλάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] με [[απόσταξη]]<br /><b>2.</b> [[εξαγνίζω]].
|mltxt=[[ἀποσταλάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθαρίζω]] με [[απόσταξη]]<br /><b>2.</b> [[εξαγνίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσταλάζω:''' Luc. = [[ἀποστάζω]].
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσταλάζω Medium diacritics: ἀποσταλάζω Low diacritics: αποσταλάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΑΛΑΖΩ
Transliteration A: apostalázō Transliteration B: apostalazō Transliteration C: apostalazo Beta Code: a)postala/zw

English (LSJ)

   A = ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 ( = Am.9.13).

German (Pape)

[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσταλάζω: μέλλ. -άξω, = ἀποστάζω Ι., καθαρίζω τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).

Spanish (DGE)

1 tr. destilar ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.Am.45.

Greek Monolingual

ἀποσταλάζω (Α)
1. καθαρίζω με απόσταξη
2. εξαγνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσταλάζω: Luc. = ἀποστάζω.