καταλαβή: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταλαβή]], ἡ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br />η [[αντίληψη]], η [[σύλληψη]] μιας έννοιας.
|mltxt=[[καταλαβή]], ἡ (Α) [[καταλαμβάνω]]<br />η [[αντίληψη]], η [[σύλληψη]] μιας έννοιας.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλᾰβή:''' ἡ схватывание, улавливание (τοῦ βελτίστου Plat.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰβή Medium diacritics: καταλαβή Low diacritics: καταλαβή Capitals: ΚΑΤΑΛΑΒΗ
Transliteration A: katalabḗ Transliteration B: katalabē Transliteration C: katalavi Beta Code: katalabh/

English (LSJ)

ἡ,

   A grasping, comprehension, Pl.Def.412c.

German (Pape)

[Seite 1358] ἡ, das Eingreifen, Plat. Defin. 412 c.

Greek (Liddell-Scott)

καταλᾰβή: ἡ, κατάληψις, ἀντίληψις, τὸ ἐννοεῖν, Πλάτ. Ὅροι 412C.

Greek Monolingual

καταλαβή, ἡ (Α) καταλαμβάνω
η αντίληψη, η σύλληψη μιας έννοιας.

Russian (Dvoretsky)

καταλᾰβή: ἡ схватывание, улавливание (τοῦ βελτίστου Plat.).