μετακύμιος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακύμιος:''' -ον ([[κῦμα]]), [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] σώματα, ἄτας [[μετακύμιος]], [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή [[ανάπαυλα]] ή [[παύση]] στη [[δυστυχία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μετακύμιος:''' -ον ([[κῦμα]]), [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] σώματα, ἄτας [[μετακύμιος]], [[ανάμεσα]] σε [[δύο]] κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή [[ανάπαυλα]] ή [[παύση]] στη [[δυστυχία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακύμιος:''' (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακύμιος Medium diacritics: μετακύμιος Low diacritics: μετακύμιος Capitals: ΜΕΤΑΚΥΜΙΟΣ
Transliteration A: metakýmios Transliteration B: metakymios Transliteration C: metakymios Beta Code: metaku/mios

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κῦμα)

   A between the waves, μ. ἄτας between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, E. Alc.91 (lyr.); τὸ μ. space between the waves, Numen. ap. Eus.PE11.22 (pl.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μετακύμιος: -ον, (κῦμα) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης, εἴθε, ὦ Παιάν, νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων διάστημα, Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sépare ou écarte les vagues.
Étymologie: μετά, κῦμα.

Greek Monolingual

μετακύμιος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» — μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον
το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κύμιος (< κῦμα)].

Greek Monotonic

μετακύμιος: -ον (κῦμα), ανάμεσα σε δύο σώματα, ἄτας μετακύμιος, ανάμεσα σε δύο κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή ανάπαυλα ή παύση στη δυστυχία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μετακύμιος: (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.