πωλητικός: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πωλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πώληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρει [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το [[επάγγελμα]] του να πουλάει [[κανείς]] την [[αρετή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πωλητικῶς</i> Α<br />με πωλητικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πωλητικός:''' продажный, торговый Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A offering for sale, τὸ τῆς . . ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.
German (Pape)
[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.
Greek (Liddell-Scott)
πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
πωλητικός: продажный, торговый Plat.