νυκτερέτης: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτερέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί [[νύχτα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νυκτερέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί [[νύχτα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτερέτης:''' ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.
Greek Monolingual
νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτ-ερέτης)].
Greek Monotonic
νυκτερέτης: -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί νύχτα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερέτης: ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth.