προσδιαστρέφω: Difference between revisions
From LSJ
(34) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] επί [[πλέον]] («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαστρέφω]] «[[διαστρεβλώνω]]»]. | |mltxt=Α<br />[[διαστρέφω]], [[διαστρεβλώνω]] επί [[πλέον]] («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαστρέφω]] «[[διαστρεβλώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσδιαστρέφω:''' сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A pervert besides, of persons, Plu.2.61b (Pass.), 697d; also τὴν αἴσθησιν ib.1083b.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu verdrehen, verderben, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαστρέφω: διαστρέφω προσέτι, Πλούτ. 2. 61Β, 697D.
French (Bailly abrégé)
pervertir ou dépraver davantage.
Étymologie: πρός, διαστρέφω.
Greek Monolingual
Α
διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»].
Russian (Dvoretsky)
προσδιαστρέφω: сверх того развращать, извращать или портить (τινά, τὴν αἴσθησιν Plut.).