ἀκαμαντομάχης: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' -ου, ὁ ([[μάχη]]), [[ακαταπόνητος]] στην [[μάχη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' -ου, ὁ ([[μάχη]]), [[ακαταπόνητος]] στην [[μάχη]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).