πατρολέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πατρολέτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ὄλλυμι]]), [[πατροκτόνος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πατρολέτωρ:''' -ορος, ὁ ([[ὄλλυμι]]), [[πατροκτόνος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πατρολέτωρ:''' ορος ὁ Anth. = [[πατροκτόνος]] II.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρολέτωρ Medium diacritics: πατρολέτωρ Low diacritics: πατρολέτωρ Capitals: ΠΑΤΡΟΛΕΤΩΡ
Transliteration A: patrolétōr Transliteration B: patroletōr Transliteration C: patroletor Beta Code: patrole/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A parricide, AP11.348 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 536] ορος, ὁ, Vatermörder; bei Antiphan. XI, 348 richtige Lesart, s. Jac. A. P. p. LXXX.

Greek (Liddell-Scott)

πατρολέτωρ: -ορος, ὁ, πατροκτόνος, Ἀντιφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 348, ἔνθα κοινῶς παντολέτωρ· ἴδε Ἰακώψιον εἰς Ἀνθ. Π. σ. Ixxx.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
meurtrier de son père, parricide.
Étymologie: πατήρ, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ολέτωρ (< θ. ολε- του ὄλλυμι «καταστρέφω», πρβλ. ὄλε-θρος), πρβλ. παιδ-ολέτωρ].

Greek Monotonic

πατρολέτωρ: -ορος, ὁ (ὄλλυμι), πατροκτόνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πατρολέτωρ: ορος ὁ Anth. = πατροκτόνος II.