καμπύλη: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καμπύλη]])<br /><b>βλ.</b> [[καμπύλος]].
|mltxt=η (AM [[καμπύλη]])<br /><b>βλ.</b> [[καμπύλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''καμπύλη:''' (ῠ) ἡ (sc. [[βακτηρία]] или [[ῥάβδος]]) загнутая палка, кривой посох Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπύλη Medium diacritics: καμπύλη Low diacritics: καμπύλη Capitals: ΚΑΜΠΥΛΗ
Transliteration A: kampýlē Transliteration B: kampylē Transliteration C: kampyli Beta Code: kampu/lh

English (LSJ)

[ῠ] (sc. βακτηρία), ἡ,

   A crooked staff, Ar.Fr.128, Plu.2.790b, Alciphr.3.3.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, Krummstab, lituus; Ar. bei Poll. 10, 173; Alciphr. 3, 3; Plut. an seni 11, Hirtenstab.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλη: (δηλ. βακτηρία), ἡ, κεκαμμένη ῥάβδος, ὡς τὸ Ρωμ. lituus, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 173, Πλούτ. 2. 790Β, Ἀλκίφρ. 3. 3.

French (Bailly abrégé)

v. καμπύλος.

Greek Monolingual

η (AM καμπύλη)
βλ. καμπύλος.

Russian (Dvoretsky)

καμπύλη: (ῠ) ἡ (sc. βακτηρία или ῥάβδος) загнутая палка, кривой посох Arph., Plut.