λάμψομαι: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λάμψομαι:''' Ιων. αντί [[λήψομαι]], Μέσ. μέλ. του [[λαμβάνω]].
|lsmtext='''λάμψομαι:''' Ιων. αντί [[λήψομαι]], Μέσ. μέλ. του [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λάμψομαι:''' ион. fut. к [[λαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμψομαι Medium diacritics: λάμψομαι Low diacritics: λάμψομαι Capitals: ΛΑΜΨΟΜΑΙ
Transliteration A: lámpsomai Transliteration B: lampsomai Transliteration C: lampsomai Beta Code: la/myomai

English (LSJ)

fut.Med.of λάμπω, and also Ion. fut. of λαμβάνω. λᾶν· ὁρᾶν, ἢ λίθον, Hsch. λανηθάς· δευτερίας οἶνος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

λάμψομαι: μέσ. μέλλ. τοῦ λάμπω, προσέτι καὶ Ἰων. μέλλ. τοῦ λαμβάνω.

French (Bailly abrégé)

f. ion. de λαμβάνω.

Greek Monotonic

λάμψομαι: Ιων. αντί λήψομαι, Μέσ. μέλ. του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λάμψομαι: ион. fut. к λαμβάνω.