πεδιήρης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεδιήρης:''' -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, [[επίπεδος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πεδιήρης:''' -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, [[επίπεδος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πεδιήρης:''' равнинный, ровный (Θρῄκης κέλευθοι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδῐήρης Medium diacritics: πεδιήρης Low diacritics: πεδιήρης Capitals: ΠΕΔΙΗΡΗΣ
Transliteration A: pediḗrēs Transliteration B: pediērēs Transliteration C: pediiris Beta Code: pedih/rhs

English (LSJ)

ες,

   A abounding in plains, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις (vulg. ἀμπεδιήρεις) . . κελεύθους A.Pers.566 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 541] ες, aus Flächen bestehend, flächenreich, eben, Θρῄκης ἂμ πεδιήρεις δυσχίμους τε κελει θους, Aesch. Pers. 558.

Greek (Liddell-Scott)

πεδιήρης: -ες, (ἄρω) ὁ ἔχων ἀφθόνους πεδιάδας, Θράκης ἂμπεδιήρεις (κοινῶς ἀμπεδιήρεις) ... κελεύθους Αίσχύλ. Πέρσ. 566.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de plaine.
Étymologie: πεδίον, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -ήρης (I)].

Greek Monotonic

πεδιήρης: -ες, (*ἄρω), αυτός που έχει πολλές πεδιάδες, επίπεδος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πεδιήρης: равнинный, ровный (Θρῄκης κέλευθοι Aesch.).