εὐκατόρθωτος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («[[εὐκατόρθωτος]] ἡ [[πολιορκία]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-<i>ορθωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[ορθώ]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («[[εὐκατόρθωτος]] ἡ [[πολιορκία]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-<i>ορθωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[ορθώ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκατόρθωτος:''' легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατόρθωτος Medium diacritics: εὐκατόρθωτος Low diacritics: ευκατόρθωτος Capitals: ΕΥΚΑΤΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: eukatórthōtos Transliteration B: eukatorthōtos Transliteration C: efkatorthotos Beta Code: eu)kato/rqwtos

English (LSJ)

ον,

   A easily effected, πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. -τως Sch.A.R.1.246.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατόρθωτος: -ον, εὐχερῶς κατορθούμενος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 101. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 246.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτοςπολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατόρθωτος: легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.