ἡμίπεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμίπεπτος:''' -ον ([[πέσσω]]), μισομαγειρεμένος, [[μισοψημένος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἡμίπεπτος:''' -ον ([[πέσσω]]), μισομαγειρεμένος, [[μισοψημένος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίπεπτος:''' (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.
German (Pape)
[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.
Greek Monolingual
ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά-πεπτος, εύ-πεπτος].
Greek Monotonic
ἡμίπεπτος: -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίπεπτος: (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.).