καρπόδεσμα: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρπόδεσμα]], -έσμων, τὰ (Α)<br />τα [[δεσμά]] τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε [[αὐτῶ]] περιθεὶς καὶ [[περιδέραιον]] ἐν ποδοκάκαις», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (II) <span style="color: red;">+</span> [[δεσμά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (II) «[[δένω]]»].
|mltxt=[[καρπόδεσμα]], -έσμων, τὰ (Α)<br />τα [[δεσμά]] τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε [[αὐτῶ]] περιθεὶς καὶ [[περιδέραιον]] ἐν ποδοκάκαις», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (II) <span style="color: red;">+</span> [[δεσμά]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (II) «[[δένω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''καρπόδεσμα:''' τά [[καρπός]] II] ручные кандалы Luc.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπόδεσμα Medium diacritics: καρπόδεσμα Low diacritics: καρπόδεσμα Capitals: ΚΑΡΠΟΔΕΣΜΑ
Transliteration A: karpódesma Transliteration B: karpodesma Transliteration C: karpodesma Beta Code: karpo/desma

English (LSJ)

ων, τά,

   A chains for the arms, armlets, Luc.Lex. 10:

German (Pape)

[Seite 1328] τά, Armfesseln, Armband, Luc. Lexiph. 10 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρπόδεσμα: -ων, τά, δεσμὰ τῶν καρπῶν, τῶν χειρῶν, ψέλια, βραχιόνια, Λουκ. Λεξιφ. 10.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
menottes.
Étymologie: καρπός, δεσμός.

Greek Monolingual

καρπόδεσμα, -έσμων, τὰ (Α)
τα δεσμά τών καρπών τών χεριών («καρπόδεσμά τε αὐτῶ περιθεὶς καὶ περιδέραιον ἐν ποδοκάκαις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (II) + δεσμά < δέω (II) «δένω»].

Russian (Dvoretsky)

καρπόδεσμα: τά καρπός II] ручные кандалы Luc.