τεθρυμμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(40)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> με θηλυπρεπή τρόπο («τοῑς ἀσελγῶς καὶ [[τεθρυμμένως]] ζῶσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεθρυμμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[θρύπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επιρρ.</b> με θηλυπρεπή τρόπο («τοῑς ἀσελγῶς καὶ [[τεθρυμμένως]] ζῶσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεθρυμμένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. [[θρύπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τεθρυμμένως:''' [от part. pf. pass. к [[θρύπτω]] в неге, среди роскоши (ζῶντες Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθρυμμένως Medium diacritics: τεθρυμμένως Low diacritics: τεθρυμμένως Capitals: ΤΕΘΡΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tethrymménōs Transliteration B: tethrymmenōs Transliteration C: tethrymmenos Beta Code: teqrumme/nws

English (LSJ)

Adv., (θρύπτω)

   A wantonly, effeminately, Plu.2.801a.

German (Pape)

[Seite 1079] adv. part. perf. pass. vou θρύπτω, weichlich, schwelgerisch, Plut. reip. ger. praec. 4.

Greek (Liddell-Scott)

τεθρυμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θρύπτω, μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
mollement, d’une manière efféminée.
Étymologie: τέθρυμμαι.

Greek Monolingual

Α
επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῑς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

τεθρυμμένως: [от part. pf. pass. к θρύπτω в неге, среди роскоши (ζῶντες Plut.).