περιείλησις: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[περιείλω]]<br /><b>1.</b> [[περιτύλιξη]]<br /><b>2.</b> περιστροφική [[κίνηση]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[περιείλω]]<br /><b>1.</b> [[περιτύλιξη]]<br /><b>2.</b> περιστροφική [[κίνηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιείλησις:''' εος ἡ Plut. = [[περιήλυσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A wrapping round, Herod.Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.77,84(pl.). 2 revolution, [ἄστρων] Poll.4.156.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Herumwinden, Plut. Cat. mai. 13 l. d.
Greek (Liddell-Scott)
περιείλησις: -εως, ἡ, τὸ περιτυλίσσειν, Ὀρειβάσ. 308 Matth. 2) περιστροφή, περιστροφικὴ κίνησις, ἄστρων Πολυδ. Δ΄, 156, πρβλ. περιήλυσις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’enrouler.
Étymologie: περιειλέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α περιείλω
1. περιτύλιξη
2. περιστροφική κίνηση.
Russian (Dvoretsky)
περιείλησις: εος ἡ Plut. = περιήλυσις.