ἀμύριστος: Difference between revisions
εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύριστος]], -ον) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναδίδει [[μυρωδιά]], [[άοσμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε [[κανείς]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μύρισε από [[σήψη]], δεν βρόμησε<br /><b>4.</b> (για κοπέλες) ανέπαφη, [[παρθενική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα<br /><b>2.</b> [[τραχύς]], [[άξεστος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύριστος]], -ον) [[μυρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναδίδει [[μυρωδιά]], [[άοσμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε [[κανείς]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μύρισε από [[σήψη]], δεν βρόμησε<br /><b>4.</b> (για κοπέλες) ανέπαφη, [[παρθενική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα<br /><b>2.</b> [[τραχύς]], [[άξεστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμύριστος:''' (ῠ) не умащенный благовониями ([[ἀκαλλώπιστος]] καὶ ἀ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene). 2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.
German (Pape)
[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: ἀ, μυρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 no empapado de perfumes στέμμα GVI 1522.5 (Cirene II a.C.).
2 fig. rudo Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμύριστος, -ον) μυρίζω
1. αυτός που δεν αναδίδει μυρωδιά, άοσμος
2. αυτός που δεν τον μύρισε, δεν τον οσφράνθηκε κανείς
3. αυτός που δεν μύρισε από σήψη, δεν βρόμησε
4. (για κοπέλες) ανέπαφη, παρθενική
αρχ.
1. αυτός που δεν τον έχρισαν, δεν τον άλειψαν με μύρα
2. τραχύς, άξεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύριστος: (ῠ) не умащенный благовониями (ἀκαλλώπιστος καὶ ἀ. Plut.).