κιστίς: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κιστίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[κίστη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κιστίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[κίστη]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κιστίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ ящичек или корзинка Arph.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστίς Medium diacritics: κιστίς Low diacritics: κιστίς Capitals: ΚΙΣΤΙΣ
Transliteration A: kistís Transliteration B: kistis Transliteration C: kistis Beta Code: kisti/s

English (LSJ)

ίδος (εως Nic.Dam.52 J.), ἡ, Dim. of κίστη, Hp.Mul.1.104, dub. in Hld.4.11; κιστίδος used to balance ἀσπίδος, Ar.Ach.1138.

German (Pape)

[Seite 1443] ίδος, ἡ, dim. von κίστη, mit Anspielung auf κύστις, Ar. Ach. 1138.

Greek (Liddell-Scott)

κιστίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κίστη, Ἱππ. 635. 52· ἴδε ἐν λέξ. κίστη.

Greek Monolingual

κιστίς, -ίδος και κίστεως, ἡ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -is (πρβλ. θυρ-ίς, πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

κιστίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του κίστη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κιστίς: ίδος (ῐδ) ἡ ящичек или корзинка Arph.