κλειδίον: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλειδίον:''' τό, υποκορ. του [[κλείς]], μικρό [[κλειδί]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κλειδίον:''' τό, υποκορ. του [[κλείς]], μικρό [[κλειδί]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλειδίον:''' τό ключик Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδίον Medium diacritics: κλειδίον Low diacritics: κλειδίον Capitals: ΚΛΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kleidíon Transliteration B: kleidion Transliteration C: kleidion Beta Code: kleidi/on

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.356), τό, Dim. of κλείς,

   A little key, κλειδία . . Λακωνίκ' ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ar.Th.421, cf. Fr. 16, IG22.1533.27 (iv B.C.); τὸ κ. τοῦ οἰκήματος Arist.Mir.832b23: without dimin. sense, τὰ κ. τῶν οὐρανῶν Porph.Chr.26.    2 stopcock, Hero Spir.1.24, POxy.2146.7 (iii A.D.).    II = κλείς 111, of the tunny, Ath.7.315d; cf. κλιδία.    III a kind of astringent pill, Gal.13.87,290, Paul.Aeg.3.40; or astringent suppository, κ. ὑπόθετον Alex.Trall.9.3. (κλῃδ- is not found.)

German (Pape)

[Seite 1447] τό, ion. κληΐδιον, dim. von κλείς, kleines Schloß, Ar. Th. 421 u. Sp. – Auch das Schlüsselbein, clavicula. – Das Bruststück eines großen Seefisches, Ath. VII, 315 d. – Bei Galen. = Pille.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλείς, μικρὸν κλειδί, κλειδία… Λακωνίκ’ ἄττα, τρεῖς ἔχοντα γομφίους Ἀριστοφ. Θεσμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 120· τὸ κλ. τοῦ οἰκήματος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 32. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κλεὶς ΙΙΙ. ΙΙΙ. καταπότιον, Γαλην. τ. 13, σ. 550, 615, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite clef.
Étymologie: dim. de κλείς.

Greek Monolingual

κλειδίον, τὸ (AM)
βλ. κλειδί.

Greek Monotonic

κλειδίον: τό, υποκορ. του κλείς, μικρό κλειδί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κλειδίον: τό ключик Arph., Arst.