χλαμύδιον: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλᾰμύδιον:''' [ῠ], τό,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[χλαμύς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> ευτελές [[ένδυμα]], στον ίδ. | |lsmtext='''χλᾰμύδιον:''' [ῠ], τό,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[χλαμύς]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> ευτελές [[ένδυμα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλᾰμύδιον:''' (ῠ) τό Men. etc. demin. к [[χλαμύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], τό, Dim. of χλαμύς, Men.442 (troch.), PCair.Zen. 609.4 (iii B. C.), D.S.19.9, Plu.Rom.8, etc.; worn by ἔφηβοι, πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χ. Antidot.2.2, cf. Teles p.42H. 2 shabby cloak, Plu.Phoc.29, Demetr.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλαμύς, Plut. Rom. 8 amat. 10.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰμύδιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ χλαμύς, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2, Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ρωμ. 8, κλπ. 2) εὐτελὲς περίβλημα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 29, Δημητρ. 9, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 dim. de χλαμύς;
2 c. χλαμύς.
Greek Monotonic
χλᾰμύδιον: [ῠ], τό,
1. υποκορ. του χλαμύς, σε Πλούτ.
2. ευτελές ένδυμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χλᾰμύδιον: (ῠ) τό Men. etc. demin. к χλαμύς.