συνύπαρξις: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(6_9) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνύπαρξις''': ἡ, [[ὁμοῦ]] [[ὕπαρξις]], τὸ συνυπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 199, π. Μ. 1. 267, Ἐκκλ. | |lstext='''συνύπαρξις''': ἡ, [[ὁμοῦ]] [[ὕπαρξις]], τὸ συνυπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 199, π. Μ. 1. 267, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνύπαρξις:''' εως ἡ одновременное наличие, сосуществование Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coexistence, S.E.P.2.199, M.10.267, A.D.Adv.194.1, Gal.1.116.
German (Pape)
[Seite 1038] ἡ, das Mit- oder Zugleichvorhandensein, S. Emp. pyrrh. 2, 199.
Greek (Liddell-Scott)
συνύπαρξις: ἡ, ὁμοῦ ὕπαρξις, τὸ συνυπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 199, π. Μ. 1. 267, Ἐκκλ.
Russian (Dvoretsky)
συνύπαρξις: εως ἡ одновременное наличие, сосуществование Sext.