συγκαταδιώκω: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταδιώκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδιώκω]] μαζί ή από κοινού, σε Θουκ. | |lsmtext='''συγκαταδιώκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταδιώκω]] μαζί ή από κοινού, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκαταδιώκω:''' вместе преследовать (αἱ [[ναῦς]] ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.
Greek Monolingual
Α
καταδιώκω με κάποιον.
Greek Monolingual
Α
καταδιώκω με κάποιον.
Greek Monotonic
συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).