διαφράζω: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. αόρ. βʹ <i>-πέφρᾰδον</i>· [[μιλώ]] με [[σαφήνεια]], [[ακριβολογώ]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''διαφράζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. αόρ. βʹ <i>-πέφρᾰδον</i>· [[μιλώ]] με [[σαφήνεια]], [[ακριβολογώ]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφράζω:''' (только aor. 2 [[διεπέφραδον]]) рассказывать, излагать (ὥς [[ποτέ]] μοι [[μήτηρ]] [[διεπέφραδε]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
only in pf. διαπέφρᾰδε,
A show plainly ὡς μοι μήτηρ διεπέφραδε Il.18.9; διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47, cf. 17.590, A.R. 1.848, Opp.C.4.378, Q.S.3.80.
German (Pape)
[Seite 612] genau zeigen, anzeigen, darlegen, nachweisen; Homer viermal, in der Form διεπέφραδε, aorist. 2: Odyss. 6, 47. 17, 590 Iliad. 18, 9. 20, 340; Apollon. Lex. Hom. p. 58, 34 διεπέφραδεν ἐνετείλατο; vgl. s. v. Φράζω und s. Lehrs Aristarch. p. 93. – Sp. D.; Ap. Rh. 1, 848; Opp. C. 4, 378.
Greek (Liddell-Scott)
διαφράζω: ὁμιλῶ σαφῶς, ἀκριβῶς, ὡς…μοι μήτηρ διεπέφραδε Ἰλ. Σ. 9· διεπέφραδε κούρῃ Ὀδ. Ζ. 47, πρβλ. Ρ. 590· ἴδε ἐπέφραδον.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. 3ᵉ sg. διαπέφραδε;
dire clairement, dire.
Étymologie: διά, φράζω.
English (Autenrieth)
only aor. 2 διεπέφρασε: indicate distinctly, tell fully, give directions, Od. 6.47.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo en aor., gener. aor. 2 red. c. aum. διεπέφραδον, sin aum. διαπέφραδε Eust.118.16, sin red. quizá διέ[φρ]αδες ICr.1.16.7.8 (Lato II/I a.C.), aor. sigm. imperat. διάφρασον Corp.Herm.13.3]
1 tr. mostrar claramente, explicar con detalle διεπέφραδε πάντα Il.20.340, Od.17.590, c. dat. τόνδε πολισσοῦχον διεπέφραδε Βοιωτοῖσι ... ἱλάεσθαι A.R.2.846, cf. Q.S.3.80, ἁνίκα οἱ κατὰ νύκτα διέ[φρ]αδες εἴ κεν ... ICr.l.c., διάφρασόν μοι τῆς παλιγγενεσίας τὸν τρόπον Corp.Herm.l.c.
2 intr. hablar ὥς ποτέ μοι μήτηρ διεπέφραδε, καί μοι ἔειπε ... Il.18.9, ἐπεὶ διεπέφραδε κούρῃ Od.6.47.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διαφράζω: μέλ. -σω, Επικ. αόρ. βʹ -πέφρᾰδον· μιλώ με σαφήνεια, ακριβολογώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
διαφράζω: (только aor. 2 διεπέφραδον) рассказывать, излагать (ὥς ποτέ μοι μήτηρ διεπέφραδε Hom.).