δυσαμερία: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσᾱμερία:''' Δωρ. αντί [[δυσημερία]]. | |lsmtext='''δυσᾱμερία:''' Δωρ. αντί [[δυσημερία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσᾱμερία:''' дор. = [[δυσημερία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. for δυσημ-.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. δυσημερία.
Spanish (DGE)
v. δυσημερία.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.
Russian (Dvoretsky)
δυσᾱμερία: дор. = δυσημερία.