τρισάωρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρισάωρος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[άκαιρος]], εξαιρετικά [[πρόωρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρισάωρος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[άκαιρος]], εξαιρετικά [[πρόωρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐσάωρος:''' досл. крайне несвоевременный, перен. безвременно умерший Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait hors de saison.
Étymologie: τρίς, ἄωρος¹.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πέθανε πολύ πριν της ώρας του, πάρα πολύ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)].
Greek Monotonic
τρισάωρος: -ον, τρεις φορές άκαιρος, εξαιρετικά πρόωρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσάωρος: досл. крайне несвоевременный, перен. безвременно умерший Anth.