εὐδαιμονισμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(14)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὐδαιμονισμός]]) [[ευδαιμονίζω]]<br />ο [[μακαρισμός]], το [[καλοτύχισμα]] («μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῑς μὲν [[ταὐτά]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φιλοσοφική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία ο ύψιστος [[σκοπός]] του ανθρώπου [[είναι]] η [[ευδαιμονία]] (η [[επιδίωξη]] της ατομικής ή κοινωνικής ευδαιμονίας)<br /><b>μσν.</b><br />η [[ευδαιμονία]], η [[ευτυχία]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὐδαιμονισμός]]) [[ευδαιμονίζω]]<br />ο [[μακαρισμός]], το [[καλοτύχισμα]] («μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῑς μὲν [[ταὐτά]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φιλοσοφική [[θεωρία]] [[κατά]] την οποία ο ύψιστος [[σκοπός]] του ανθρώπου [[είναι]] η [[ευδαιμονία]] (η [[επιδίωξη]] της ατομικής ή κοινωνικής ευδαιμονίας)<br /><b>μσν.</b><br />η [[ευδαιμονία]], η [[ευτυχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδαιμονισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> признавание счастливым, приписывание счастья Arst., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> счастье Plut.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμονισμός Medium diacritics: εὐδαιμονισμός Low diacritics: ευδαιμονισμός Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: eudaimonismós Transliteration B: eudaimonismos Transliteration C: evdaimonismos Beta Code: eu)daimonismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A thinking or calling happy, predication of happiness, Arist.Rh.1367b34, EN1127b18, Plu.Pel.34, etc.: pl., ὕμνοι καὶ εὐ. Ph.1.312.al.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, das Glücklichpreisen, Glücklichschätzen, Arist. rhet. 1, 9 eth. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Sull. 6. – Glück, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμονισμός: ὁ, τὸ εὐδαιμονίζειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 34, Ἠθ. Νικ. 4. 7, 13, Πλουτ. Πελοπίδ. 34, κλ. 2) = εὐδαιμονία, Εὐστ. Πονημάτ. 304. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de regarder comme heureux;
2 faveur de la fortune, bonheur.
Étymologie: εὐδαιμονίζω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐδαιμονισμός) ευδαιμονίζω
ο μακαρισμός, το καλοτύχισμα («μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῑς μὲν ταὐτά», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο ύψιστος σκοπός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονίαεπιδίωξη της ατομικής ή κοινωνικής ευδαιμονίας)
μσν.
η ευδαιμονία, η ευτυχία.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμονισμός:1) признавание счастливым, приписывание счастья Arst., Plut., Luc.;
2) счастье Plut.