ἀστονάχητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστονάχητος:''' -ον ([[στοναχέω]]), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, [[παρηγορητικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀστονάχητος:''' -ον ([[στοναχέω]]), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, [[παρηγορητικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστονάχητος:''' Anth. = [[ἀστένακτος]].
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστονάχητος Medium diacritics: ἀστονάχητος Low diacritics: αστονάχητος Capitals: ΑΣΤΟΝΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: astonáchētos Transliteration B: astonachētos Transliteration C: astonachitos Beta Code: a)stona/xhtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = sq., IG14.2111.

German (Pape)

[Seite 376] = folgdm, Ep. ad. 696 (App. 337).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστονάχητος: -ον, = τῷ ἑπ. , Ἀνθ. Π. παράρτ. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne gémit pas.
Étymologie: ἀ, στοναχέω.

Spanish (DGE)

-ον que no gime, γραῦς IUrb.Rom.1356.3 (I/II d.C.).

Greek Monotonic

ἀστονάχητος: -ον (στοναχέω), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, παρηγορητικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστονάχητος: Anth. = ἀστένακτος.