κυβικός: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyvikos
|Transliteration C=kyvikos
|Beta Code=kubiko/s
|Beta Code=kubiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cubic</b>, <b class="b3">σχῆμα, εἶδος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>55c</span>, <span class="bibl">55d</span>; σώματα Gal.9.523; πλοῖον κυβικὴ σανίς <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>17</span>. Adv.-<b class="b3">κῶς</b> <b class="b2">cubically</b>, Plu.2.404f: metaph., ἑστῶσα παγίως καὶ κ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>266</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of numbers, <b class="b2">raised to the cube</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>910b36</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">[[cubic]]</b>, <b class="b3">σχῆμα, εἶδος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>55c</span>, <span class="bibl">55d</span>; σώματα Gal.9.523; πλοῖον κυβικὴ σανίς <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>17</span>. Adv.-<b class="b3">κῶς</b> <b class="b2">cubically</b>, Plu.2.404f: metaph., ἑστῶσα παγίως καὶ κ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>266</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of numbers, <b class="b2">raised to the cube</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>910b36</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβικός Medium diacritics: κυβικός Low diacritics: κυβικός Capitals: ΚΥΒΙΚΟΣ
Transliteration A: kybikós Transliteration B: kybikos Transliteration C: kyvikos Beta Code: kubiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A cubic, σχῆμα, εἶδος, Pl.Ti.55c, 55d; σώματα Gal.9.523; πλοῖον κυβικὴ σανίς Secund.Sent.17. Adv.-κῶς cubically, Plu.2.404f: metaph., ἑστῶσα παγίως καὶ κ. Dam.Pr.266.    2 of numbers, raised to the cube. Arist.Pr.910b36.

German (Pape)

[Seite 1523] kubi sch; σχῆμα, εἶδος, Plat. Tim. 55 c u. Sp.; – ἀριθμός, Kubikzahl, Arist. probl. 15, 3 u. Sp. – Auch adv., κυβικῶς κινῆσαι, Plut. de Pyth. or. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κυβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κύβον, Πλάτ. Τίμ. 55C, D. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον κύβου, Πλούτ. 2. 404F. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀνυψωθεὶς εἰς κύβον, Ἀριστ. Προβλ. 15. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυβικός, -ή, -όν) κύβος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο (α. «κυβικό σχήμα
β. «κυβικά σώματα», Γαλ.)
2. (για αριθμό) αυτός που έχει ανυψωθεί στον κύβο, στην τρίτη δύναμη («κυβικὸς ἀριθμός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «κυβικό μέτρο» — μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρου
β) «κυβική μονάδα» — η τρίτη δύναμη μιας μονάδας
γ) «κυβική ρίζα» — η τρίτη ρίζα ενός αριθμού ή μιας ποσότητας
δ) «κυβικό σύστημα» — ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα.
επίρρ...
κυβικώς (Α)
σαν ζάρι, σαν κύβος («κινήσαι σφαιρικώς κύλινδρον, ή κυβικώς, ή λύραν αυλητικώς», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

κῠβικός:
1) имеющий кубическую форму, кубический (σχῆμα, εἶδος Plat.; σῶμα Plut.);
2) мат. возведенный в третью степень, кубический (ἀριθμός Arst.).