καταντία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταντία]], ἡ (Α) [[κατάντης]]<br /><b>1.</b> το [[κρέμασμα]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[καταντίον]] («πόντου [[καταντία]] κυμαίνοντος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως ουσ. <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντία]], θηλ. του [[ἀντίος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀντί]]). Ως επίρρ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ἀντία]], όπου [[ἀντία]] επίρρ. <span style="color: red;"><</span> [[ἀντίος]].
|mltxt=[[καταντία]], ἡ (Α) [[κατάντης]]<br /><b>1.</b> το [[κρέμασμα]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[καταντίον]] («πόντου [[καταντία]] κυμαίνοντος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ως ουσ. <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀντία]], θηλ. του [[ἀντίος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀντί]]). Ως επίρρ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ἀντία]], όπου [[ἀντία]] επίρρ. <span style="color: red;"><</span> [[ἀντίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταντία:''' adv. Agesianax ap. Plut. = [[καταντίον]] II.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταντία Medium diacritics: καταντία Low diacritics: καταντία Capitals: ΚΑΤΑΝΤΙΑ
Transliteration A: katantía Transliteration B: katantia Transliteration C: katantia Beta Code: katanti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hanging downwards, Hp.Off.3.    II καταντία, v. καταντίον.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.

Greek (Liddell-Scott)

καταντία: ἡ, ἡ κλίσις πρὸς τὰ κάτω, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 741· ὁ Γαλην. ἑρμηνεύει, τὴν κατάρροπον τῶν μελῶν θέσιν.

French (Bailly abrégé)

2adv.
en face, vis-à-vis.
Étymologie: καταντίος, sel. d’autres κατ’ ἀντία.

Greek Monolingual

καταντία, ἡ (Α) κατάντης
1. το κρέμασμα προς τα κάτω
2. (ως επίρρ.) καταντίον («πόντου καταντία κυμαίνοντος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α)- + ἀντία, θηλ. του ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. < ἀντίος.

Russian (Dvoretsky)

καταντία: adv. Agesianax ap. Plut. = καταντίον II.