διαπρηστεύω: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπρηστεύω:''' βλ. [[διαδρηστεύω]].
|lsmtext='''διαπρηστεύω:''' βλ. [[διαδρηστεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρηστεύω:''' выдавать (Her. - v. l. [[διαδρηστεύω]] и διαδρηπετεύω).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρηστεύω Medium diacritics: διαπρηστεύω Low diacritics: διαπρηστεύω Capitals: ΔΙΑΠΡΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: diaprēsteúō Transliteration B: diaprēsteuō Transliteration C: diapristeyo Beta Code: diaprhsteu/w

English (LSJ)

   A v. διαδρηστεύω.

German (Pape)

[Seite 598] l. d., Her. 4, 79, v. l. διεπίστευσε, emend. διεδρήστευσε, Reiz διεπερίσσευσε.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρηστεύω: ἴδε ἐν λ. διαδρηστεύω.

Spanish (DGE)

dud., quizá montar en cólera διεπρήστευσε τῶν τις Βορυσθενεϊτέων πρὸς τοὺς Σκύθας Hdt.4.79.

Greek Monotonic

διαπρηστεύω: βλ. διαδρηστεύω.

Russian (Dvoretsky)

διαπρηστεύω: выдавать (Her. - v. l. διαδρηστεύω и διαδρηπετεύω).