ἀναχαίτισμα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀναχαίτισμα]])<br />[[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]. | |mltxt=το (Α [[ἀναχαίτισμα]])<br />[[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναχαίτισμα:''' ατος τό удерживание, задержка Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., dub.l. in Plu.2.611f:—also ἀναχαιτ-ισμός, ὁ, = foreg., Lyd.Mag.2.15,3.52.
German (Pape)
[Seite 215] τό, das Zurückziehen, Zurückhalten, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαίτισμα: τό, ἡ ὀπισθοχώρησις, ὁ περιορισμός, ἡ παρακώλυσις, ἀμφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 611F.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action de retenir (par la crinière).
Étymologie: ἀναχαιτίζω.
Greek Monolingual
το (Α ἀναχαίτισμα)
αναχαίτιση, σταμάτημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχαίτισμα: ατος τό удерживание, задержка Plut.