ὑποχάζομαι: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποχάζομαι:''' Επικ. αόρ. βʹ <i>-κεκαδόμην</i>· αποθ., αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] τμηματικά ή [[λιγάκι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑποχάζομαι:''' Επικ. αόρ. βʹ <i>-κεκαδόμην</i>· αποθ., αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] τμηματικά ή [[λιγάκι]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποχάζομαι:''' (aor. [[ὑποκεκαδόμην]]) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—
A give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.
French (Bailly abrégé)
céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) αποσύρομαι, υποχωρώ βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»].
Greek Monotonic
ὑποχάζομαι: Επικ. αόρ. βʹ -κεκαδόμην· αποθ., αποσύρομαι, υποχωρώ τμηματικά ή λιγάκι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχάζομαι: (aor. ὑποκεκαδόμην) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).