εὐανάτρεπτος: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(14) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐανάτρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο [[φιλάσθενος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐανάτρεπτον</i><br />(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η [[ευπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[τρέπω]])]. | |mltxt=[[εὐανάτρεπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> ο [[φιλάσθενος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐανάτρεπτον</i><br />(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η [[ευπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[τρέπω]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐᾰνάτρεπτος:''' без труда опрокидываемый, т. е. непрочный (actiones Cic.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to upset, actiones Cic.Att.2.14.1, cf.Heph.Astr.Praef.; easily refuted, Iamb.Protr.21.κ. 2 Medic., 'shaky', Gal.18(1).605; but τὸ τῆς σαρκὸς εὐ. mobility, Id.UP1.7.
German (Pape)
[Seite 1056] leicht umzukehren, umzustoßen, Cic. Att. 2, 14, 1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐανάτρεπτος: -ον, εὐκόλως ἀνατρεπόμενος, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 14, 1, Γαλην. τ. 12. σ. 407C, Ἰαμλ. Προτρ. σ. 149, 4, κλ.
Greek Monolingual
εὐανάτρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα
2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα
3. ιατρ. ο φιλάσθενος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον
(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-τρεπτος (< ανα-τρέπω)].
Russian (Dvoretsky)
εὐᾰνάτρεπτος: без труда опрокидываемый, т. е. непрочный (actiones Cic.).