ἄπροικος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπροικος:''' -ον ([[προίξ]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή σε [[προίκα]]· <i>ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι</i>, [[παντρεύω]] την [[αδελφή]] μου [[χωρίς]] να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.
|lsmtext='''ἄπροικος:''' -ον ([[προίξ]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή σε [[προίκα]]· <i>ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι</i>, [[παντρεύω]] την [[αδελφή]] μου [[χωρίς]] να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπροικος:''' без приданого Lys., Isae., Dem.
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπροικος Medium diacritics: ἄπροικος Low diacritics: άπροικος Capitals: ΑΠΡΟΙΚΟΣ
Transliteration A: áproikos Transliteration B: aproikos Transliteration C: aproikos Beta Code: a)/proikos

English (LSJ)

ον, (προίξ)

   A without portion or dowry, ἄ. τὴν ἀδελφὴν διδόναι Is.3.29, cf. D.40.20; λαβεῖν Lys.19.15, Diod. Com.3.4, cf. Men.Mon. 371.

German (Pape)

[Seite 338] (προίξ), nicht ausgestattet, ohne Mitgift, λαβεῖν τινα Lys. 19, 15, wie Diod. com. Stob. fl. 72, 1; διδόναι Is. 2, 5 u. öfter, wie Dem. 40, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans dot.
Étymologie: ἀ, προίξ.

Spanish (DGE)

-ον
carente de dote de mujeres ἄπροικον τὴν τοιαύτην ... μεμαρτυρήκασι Is.3.29, cf. 2.5, Lys.19.15, D.40.20, Men.Dysc.308, Mon.517, Diod.Com.3.4, Plu.2.227f, Ael.VH 6.6., Heph.Astr.3.9.37.

Greek Monolingual

κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, -ον)
ο χωρίς προίκα
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα
αρχ.
ο χωρίς μερίδιο.

Greek Monotonic

ἄπροικος: -ον (προίξ), αυτός που δεν έχει μερίδιο σε κάτι ή σε προίκα· ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι, παντρεύω την αδελφή μου χωρίς να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

ἄπροικος: без приданого Lys., Isae., Dem.