διπλασιόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο.
|mltxt=[[διπλασιόπλευρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο [[μήκος]] από τις άλλες δύο.
}}
{{elru
|elrutext='''διπλᾰσιόπλευρος:''' имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλᾰσιόπλευρος Medium diacritics: διπλασιόπλευρος Low diacritics: διπλασιόπλευρος Capitals: ΔΙΠΛΑΣΙΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: diplasiópleuros Transliteration B: diplasiopleuros Transliteration C: diplasioplevros Beta Code: diplasio/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with two sides twice as long as the other two, κλίνη Arist.Mech.856a39.

Greek (Liddell-Scott)

διπλᾰσιόπλευρος: -ον, ἔχων δύο πλευράς, διπλασίας τῶν δύο ἄλλων, Ἀριστ. Μηχαν. 25, 1.

Spanish (DGE)

-ον
dos de cuyos lados son dos veces más largos que los otros dos κλίναι Arist.Mech.856b1, 5.

Greek Monolingual

διπλασιόπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πλευρές διπλάσιες στο μήκος από τις άλλες δύο.

Russian (Dvoretsky)

διπλᾰσιόπλευρος: имеющий продольную сторону вдвое длиннее поперечной (τὰς κλίνας ποιοῦσι διπλασιοπλεύρους Arst.).