πένθεια: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πένθεια:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] αντί [[πένθος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πένθεια:''' ἡ, ποιητ. [[τύπος]] αντί [[πένθος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πένθεια:''' ἡ Aesch. = [[πένθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, poet. form of πένθος, A.Ag.430 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 554] ἡ, poet. Nebenform von πένθος, Aesch. Ag. 419.
Greek (Liddell-Scott)
πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ πένθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 430.
Greek Monolingual
ἡ, Α πένθος
(ποιητ. τ.) η κατάσταση του πένθους.
Greek Monotonic
πένθεια: ἡ, ποιητ. τύπος αντί πένθος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πένθεια: ἡ Aesch. = πένθος.