παραγηράω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραγηράω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, είμαι [[υπέργηρος]], ξεμωραίνομαι, σε Αισχίν. | |lsmtext='''παραγηράω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, είμαι [[υπέργηρος]], ξεμωραίνομαι, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραγηράω:''' дряхлеть, впадать в старческую немощь Aesch., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be the worse for old age, be superannuated, ὁ δῆμος ὥσπερ παραγεγηρακώς Aeschin.3.251, cf. D.S.9.4, J.BJ1.30.3, Poll.2.16.
German (Pape)
[Seite 474] (s. γηράω), veralten, altersschwach werden, ὥςπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκώς, Aesch. 3, 251; vgl. Poll. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παραγηράω: μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ γηράσκω, καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ γήρως, Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.
Étymologie: παρά, γηράω.
Greek Monotonic
παραγηράω: μέλ. -άσομαι, είμαι υπέργηρος, ξεμωραίνομαι, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
παραγηράω: дряхлеть, впадать в старческую немощь Aesch., Diod.