ἀνηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνηγέομαι:''' Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] όπως σε [[διήγηση]], [[αφηγούμαι]], [[απαριθμώ]], [[συσχετίζω]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[προβαίνω]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀνηγέομαι:''' Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[μιλώ]] όπως σε [[διήγηση]], [[αφηγούμαι]], [[απαριθμώ]], [[συσχετίζω]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[προβαίνω]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηγέομαι:''' дор. ἀνᾱγέομαι<br /><b class="num">1)</b> обозревать, перечислять (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - v. l. [[ἀπηγέομαι]]);<br /><b class="num">2)</b> продвигаться, следовать (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.).
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγέομαι Medium diacritics: ἀνηγέομαι Low diacritics: ανηγέομαι Capitals: ΑΝΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anēgéomai Transliteration B: anēgeomai Transliteration C: anigeomai Beta Code: a)nhge/omai

English (LSJ)

Dor. ἀνᾱγ-,

   A relate, rehearse, Pi.N.10.19, cf. I.6(5).56, Hdt.5.4.    2 intr., ἀ. πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ advance worthily in the Muses' car, Pi.O.9.80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι στόμα πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 (ἔνθα ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ προβαίνω ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
passer en revue, énumérer.
Étymologie: ἀνά, ἡγέομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór., beoc. ἀναγέομαι Pi.O.9.80, IG 7.2466.7 (Tebas II a.C.)
I avanzar, conducir εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pi.l.c.
part. ἀναγεόμενος conductor, jefe de un cuerpo de jinetes τῶν Ταραντίνων IG l.c.
II 1narrar βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ' Pi.N.10.19, πάσας ἀρετάς Pi.I.6.56, cf. Hdt.5.4.
2 tratar con alguien, hablar con alguno ἀνηγεῖσθαί σοι περὶ τούτου POxy.292.8 (I d.C.).

Greek Monotonic

ἀνηγέομαι: Δώρ. ἀνᾶγ- μέλ. -ήσομαι, αποθ.,
1. μιλώ όπως σε διήγηση, αφηγούμαι, απαριθμώ, συσχετίζω, σε Πίνδ., Ηρόδ.
2. αμτβ., προβαίνω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγέομαι: дор. ἀνᾱγέομαι
1) обозревать, перечислять (ἀρετάς Pind.; τὰ ἀθρωπήϊα πάθεα Her. - v. l. ἀπηγέομαι);
2) продвигаться, следовать (ἐν Μοισᾶν δίφρῳ Pind.).