ἀστοργία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀστοργία]]) [[άστοργος]]<br />η [[έλλειψη]] στοργής.
|mltxt=η (AM [[ἀστοργία]]) [[άστοργος]]<br />η [[έλλειψη]] στοργής.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστοργία:''' ἡ отсутствие привязанностей, черствость Men.
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστοργία Medium diacritics: ἀστοργία Low diacritics: αστοργία Capitals: ΑΣΤΟΡΓΙΑ
Transliteration A: astorgía Transliteration B: astorgia Transliteration C: astorgia Beta Code: a)storgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.

Greek Monolingual

η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.

Russian (Dvoretsky)

ἀστοργία: ἡ отсутствие привязанностей, черствость Men.