ἀστοργία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀστοργία]]) [[άστοργος]]<br />η [[έλλειψη]] στοργής. | |mltxt=η (AM [[ἀστοργία]]) [[άστοργος]]<br />η [[έλλειψη]] στοργής. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστοργία:''' ἡ отсутствие привязанностей, черствость Men. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.
German (Pape)
[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.
Greek Monolingual
η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.
Russian (Dvoretsky)
ἀστοργία: ἡ отсутствие привязанностей, черствость Men.