ἰσόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπλευρος]], -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο [[τρίγωνο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />1) (για αριθμό) [[τετράγωνος]]<br />2) <b>(ρητ.)</b> (για περιόδους) με ίσο [[μήκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπλεύρως</i> (Α)<br />με ισόπλευρο τρόπο, με [[τετράγωνο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτιό</i>-<i>πλευρος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόπλευρος]], -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο [[τρίγωνο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />1) (για αριθμό) [[τετράγωνος]]<br />2) <b>(ρητ.)</b> (για περιόδους) με ίσο [[μήκος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπλεύρως</i> (Α)<br />με ισόπλευρο τρόπο, με [[τετράγωνο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτιό</i>-<i>πλευρος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πλευρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσόπλευρος:''' <b class="num">1)</b> равносторонний ([[τρίγωνον]], [[ἐπίπεδον]] Plat.; [[τετράγωνον]] Arst., Polyb.; [[πεντάγωνον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мат. возведенный во вторую степень, квадратный ([[ἀριθμός]] Plat., Arst.).
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπλευρος Medium diacritics: ἰσόπλευρος Low diacritics: ισόπλευρος Capitals: ΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: isópleuros Transliteration B: isopleuros Transliteration C: isoplevros Beta Code: i)so/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with equal sides, πλαίσιον X.An.3.4.19, etc.: freq. in Geom., equilateral, τρίγωνον Pl.Ti.54a, 54e; ἐπίπεδον ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10.    II of numbers, square, opp. ἑτερομήκης, Pl.Tht.148a, Arist.APo.73a40. Adv. -πλεύρως Nicom.Ar.2.13.    III Rhet., of periods, Hermog. Inv.4.3.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichseitig; τρίγωνα Plat. Tim. 54 e; Euclid.; τετράγωνον Pol. 6, 31, 10; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπλευρος: -ον, ἔχων ἴσας τὰς πλευράς, ἰσόπλευρον τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α, Ε· ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου αὐτόθι 55Ε. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, τετράγωνος, ἀντίθετον τῷ ἑτερομήκης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147Ε, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπλευρος: 1) равносторонний (τρίγωνον, ἐπίπεδον Plat.; τετράγωνον Arst., Polyb.; πεντάγωνον Plut.);
2) мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat., Arst.).