ἀμελητί: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
mNo edit summary
(1)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμελητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμελῶ]]<br />ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.
|mltxt=ἀμελητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμελῶ]]<br />ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμελητί:''' adv. беззаботно, беспечно (προΐεσθαί τι Luc.).
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 121] sorglos, Luc. Tim. 12.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans soin.
Étymologie: ἀμέλητος.

Spanish (DGE)

adv.
1 por descuido, descuidadamente οἱ δεκαταλάντους δωρεὰς ἀ. προϊέμενοι Luc.Tim.12.
2 v. ἀμελλητί.

Greek Monolingual

ἀμελητὶ επίρρ. (Α) ἀμελῶ
ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελητί: adv. беззаботно, беспечно (προΐεσθαί τι Luc.).