προποδηγός: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(34)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. προποδαγός, -όν, και ανώμ. τ. θηλ. [[προποδηγέτις]], -ιδος, Α<br />αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, [[οδηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδηγός]] «[[οδηγός]]»].
|mltxt=και δωρ. τ. προποδαγός, -όν, και ανώμ. τ. θηλ. [[προποδηγέτις]], -ιδος, Α<br />αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, [[οδηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδηγός]] «[[οδηγός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''προποδηγός:''' <b class="num">I</b> дор. [[προποδαγός|προποδᾱγός]] 2 служащий проводником (σχήπων Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ проводник (τοῦ βίου Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προποδηγός Medium diacritics: προποδηγός Low diacritics: προποδηγός Capitals: ΠΡΟΠΟΔΗΓΟΣ
Transliteration A: propodēgós Transliteration B: propodēgos Transliteration C: propodigos Beta Code: propodhgo/s

English (LSJ)

Dor. προποδ-ᾱγός, όν,

   A going before to show the way, guide, Plu.2.58oc; σκίπωνα προποδαγόν AP6.294 (Phan.): fem. προποδ-ηγέτις, ιδος, Orph.A. 342.

German (Pape)

[Seite 740] vorangehend u. den Weg zeigend; Plut. de gen. Socr. 10; σκήπων Phani. 2 (VII, 994).

Greek (Liddell-Scott)

προποδηγός: -όν, ὁ προπορευόμενος καὶ δεικνύων τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Πλούτ. 2. 580C· πρ. σκήπων Ἀνθ. Π. 6. 294· ― θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Ὀρφ. Ἀργ., 340.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, qui sert de guide.
Étymologie: πρό, ποδηγός.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. προποδαγός, -όν, και ανώμ. τ. θηλ. προποδηγέτις, -ιδος, Α
αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο στους άλλους, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ποδηγός «οδηγός»].

Russian (Dvoretsky)

προποδηγός: I дор. προποδᾱγός 2 служащий проводником (σχήπων Anth.).
II ὁ проводник (τοῦ βίου Plut.).