ἀχειροτόνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειροτόνητος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] χειροτονηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φάει [[ξύλο]], ο [[άδαρτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εκλεγεί με [[χειροτονία]], [[ανάταση]] του χεριού<br /><b>2.</b> (για αξιώματα) [[εκείνος]] που δεν έχει αποδοθεί με [[ψηφοφορία]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχειροτόνητος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] χειροτονηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει φάει [[ξύλο]], ο [[άδαρτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εκλεγεί με [[χειροτονία]], [[ανάταση]] του χεριού<br /><b>2.</b> (για αξιώματα) [[εκείνος]] που δεν έχει αποδοθεί με [[ψηφοφορία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχειροτόνητος:''' не избранный (поднятием рук) (arg. ad Dem.).
}}
}}

Revision as of 09:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχειροτόνητος Medium diacritics: ἀχειροτόνητος Low diacritics: αχειροτόνητος Capitals: ΑΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: acheirotónētos Transliteration B: acheirotonētos Transliteration C: acheirotonitos Beta Code: a)xeiroto/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not elected, D.19 Arg.ii 13.    II not granted by vote, τιμή Max.Tyr.12.5.

German (Pape)

[Seite 417] nicht (durch Handaufheben) erwählt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειροτόνητος: -ον, μὴ ἐκλεχθείς, Γραμμ. 2) μὴ χειροτονηθείς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no elegido por votación D.19 argumen.2.13.
2 fig. que no tiene jurisdicción οὐκ ἵνα ἀ. ἐπιπηδοίη τῇ τῶν ὑπηκόων ἀρχῇ Isid.Pel.Ep.M.78.784A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχειροτόνητος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού
2. (για αξιώματα) εκείνος που δεν έχει αποδοθεί με ψηφοφορία.

Russian (Dvoretsky)

ἀχειροτόνητος: не избранный (поднятием рук) (arg. ad Dem.).