ἄσχιστος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άσκιστος, -η, -ο (AM [[ἄσχιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[άνοιγμα]] ή [[σχισμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώα) μονόνυχος, [[μονόχηλος]].
|mltxt=και άσκιστος, -η, -ο (AM [[ἄσχιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[άνοιγμα]] ή [[σχισμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώα) μονόνυχος, [[μονόχηλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσχιστος:''' <b class="num">1)</b> с нерасщепленным копытом, непарнокопытный (sc. [[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> неразделившийся, неразделенный (ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου [[περιφορά]] Plat.; δάκτυλοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> неделимый Arst.
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσχιστος Medium diacritics: ἄσχιστος Low diacritics: άσχιστος Capitals: ΑΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: áschistos Transliteration B: aschistos Transliteration C: aschistos Beta Code: a)/sxistos

English (LSJ)

ον,

   A uncloven, of solid-hoofed animals, opp. σχιζόπους, Arist.Metaph.1038a14.    2 not curdled, γάλα Philum. ap. Orib.45.29.12.    II undivided, Pl.Ti.36d; πτερὸν ἄ. Arist.HA519a28; δάκτυλοι ib.517a32; φλέψ ib.513b13; of logical division, Pl.Sph. 221e.    2 indivisible by fission, Arist.Mete.385a16,386b26, cf. Opp. C.2.528; not liable to split, Thphr.Ign.72.

German (Pape)

[Seite 382] ungespalten, Arist. meteor. 4, 13; ungetheilt, Plut. Tim. 36 d.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no dividido περιφορά Pl.Ti.36d, πτερὸν ἄσχιστον ala de una sola pieza Arist.HA 519a28, ἄ. ... φλέψ vena sin ramificaciones Arist.HA 513b13, un apartado de una división lógica, Pl.Sph.221e
no separado δάκτυλοι Arist.HA 517a32, οὐραῖον Arist.HA 504b17.
2 no hendido de la pezuña de ciertos anim., op. σχιζόπους Arist.Metaph.1038a14
no abierto de conductos como orejas y narices en fetos, Arist.HA 584b5.
3 no cuajado γάλα Philum. en Orib.45.29.12.
II 1que no se puede separar op. σχιστός Arist.Mete.385a16.
2 que no se puede hender o cortar la piel del elefante, Opp.C.2.528, un tipo de leña, Thphr.Ign.72.
3 indivisible la naturaleza divina, Gr.Nyss.Tres dei p.41.

Greek Monolingual

και άσκιστος, -η, -ο (AM ἄσχιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή
αρχ.
(για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος.

Russian (Dvoretsky)

ἄσχιστος: 1) с нерасщепленным копытом, непарнокопытный (sc. ζῷον Arst.);
2) неразделившийся, неразделенный (ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιφορά Plat.; δάκτυλοι Arst.);
3) неделимый Arst.