πλανύττω: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰνύττω:''' бродить, блуждать Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A = πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.
German (Pape)
[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.
French (Bailly abrégé)
errer.
Étymologie: πλάνη.
Greek Monolingual
ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].
Greek Monotonic
πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.