πλανύττω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλᾰνύττω:''' = <i>πλανάομαι</i>, περιπλανιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰνύττω:''' бродить, блуждать Arph.
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνύττω Medium diacritics: πλανύττω Low diacritics: πλανύττω Capitals: ΠΛΑΝΥΤΤΩ
Transliteration A: planýttō Transliteration B: planyttō Transliteration C: planytto Beta Code: planu/ttw

English (LSJ)

   A = πλανάομαι, wander about, Ar.Av.3.

German (Pape)

[Seite 625] = πλανάομαι, umherirren, Ar. Av. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνύττω: πλανάομαι, περιπλανῶμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 3.

French (Bailly abrégé)

errer.
Étymologie: πλάνη.

Greek Monolingual

ΜΑ, πλανύσσω Α
περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε -ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί του πλανῶμαι. Ο τ. πλαν-ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω].

Greek Monotonic

πλᾰνύττω: = πλανάομαι, περιπλανιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνύττω: бродить, блуждать Arph.