ἐτητυμία: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐτητῠμία:''' ἡ, [[αλήθεια]], [[γνησιότητα]], [[αυθεντικότητα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐτητῠμία:''' ἡ, [[αλήθεια]], [[γνησιότητα]], [[αυθεντικότητα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτητῠμία:''' ион. ἐτητῠμίη ἡ правда, истина Anth.
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτητῠμία Medium diacritics: ἐτητυμία Low diacritics: ετητυμία Capitals: ΕΤΗΤΥΜΙΑ
Transliteration A: etētymía Transliteration B: etētymia Transliteration C: etitymia Beta Code: e)thtumi/a

English (LSJ)

poet. ἐτητυμίη, ἡ,

   A truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, die Aechtheit, Wahrheit, Iul. Aeg. 33 (IX, 771); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτητῠμία: ἡ, ἀλήθεια, Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.

Greek Monolingual

ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) ετήτυμος
αλήθεια, γνησιότητα.

Greek Monotonic

ἐτητῠμία: ἡ, αλήθεια, γνησιότητα, αυθεντικότητα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτητῠμία: ион. ἐτητῠμίη ἡ правда, истина Anth.