ἐναρίμβροτος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναρίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολέμους ή μάχες) αυτός [[κατά]] τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», <b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[ἐναρίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πολέμους ή μάχες) αυτός [[κατά]] τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνᾰρίμβροτος:''' убивающий людей ([[στράταρχος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.
German (Pape)
[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.
English (Slater)
ἐνᾰρίμβροτος, -ον
1 man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
matador de hombres Μέμνων Pi.P.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.I.8.53, αἰχμή Eust.243.43.
Greek Monolingual
ἐναρίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)
2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰρίμβροτος: убивающий людей (στράταρχος Pind.).