οἰωνόθροος: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνόθροος:''' -ον, αυτός που ανήκει στην [[κραυγή]] των πουλιών, οἰωνοθρόος [[γόος]], θρηνητική [[κραυγή]] των πουλιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''οἰωνόθροος:''' -ον, αυτός που ανήκει στην [[κραυγή]] των πουλιών, οἰωνοθρόος [[γόος]], θρηνητική [[κραυγή]] των πουλιών, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνόθροος:''' издаваемый птицами, птичий ([[γόος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνόθροος Medium diacritics: οἰωνόθροος Low diacritics: οιωνόθροος Capitals: ΟΙΩΝΟΘΡΟΟΣ
Transliteration A: oiōnóthroos Transliteration B: oiōnothroos Transliteration C: oionothroos Beta Code: oi)wno/qroos

English (LSJ)

ον,

   A of the cry of birds, οἰ. γόος the wailing cry of birds,A.Ag.56(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόθροος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κραυγὴν τῶν πτηνῶν, οἰ. γόος, ἡ γοερὰ κραυγὴ τῶν πτηνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du chant des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, θρέω.

Greek Monotonic

οἰωνόθροος: -ον, αυτός που ανήκει στην κραυγή των πουλιών, οἰωνοθρόος γόος, θρηνητική κραυγή των πουλιών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνόθροος: издаваемый птицами, птичий (γόος Aesch.).