ποικιλόνωτος: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(6) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικῐλόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει [[πλάτη]] με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ. | |lsmtext='''ποικῐλόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει [[πλάτη]] με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλόνωτος:''' с пестрой спиной ([[ὄφις]] Pind.; [[δράκων]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with back of various hues, ὄφις Pi.P.4.249; δράκων E.IT1241(lyr.); δόρξ Id.HF376(lyr.).
German (Pape)
[Seite 650] mit buntem, schillerndem Rücken; ὄφις, Pind. P. 4, 249; δράκων, Eur. I. T. 1245; sp. D., wie Nonn. D. 19, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα ποικιλόχροα, ὄφις Πινδ. 4. 442 δράκων Εὐρ. Ι. Τ. 1245· ποικιλόνωτον δόρκα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 376.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au dos tacheté.
Étymologie: ποικίλος, νῶτος.
English (Slater)
ποικῐλόνωτος
1 with spotted back γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν (P. 4.249)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ-νωτος].
Greek Monotonic
ποικῐλόνωτος: -ον, αυτός που έχει πλάτη με ποικίλες, διάφορες αποχρώσεις, σε Ευρ.