κυβεῖον: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβεῖον:''' τό ([[κυβεύω]]), [[οίκος]] που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν. | |lsmtext='''κῠβεῖον:''' τό ([[κυβεύω]]), [[οίκος]] που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβεῖον:''' τό игорный дом Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A gaming-house, Aeschin.1.78.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.
Greek Monolingual
κυβεῑον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια.
Greek Monotonic
κῠβεῖον: τό (κυβεύω), οίκος που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κῠβεῖον: τό игорный дом Aeschin.